- λάκαφθον
- λάκαφθον, τό, eine gewürzige Baumrinde, die zur Bereitung des ägyptischen κῦφι gebraucht ward
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λάκαφθον — λάκαφθον, τὸ (Μ) αρωματικός φλοιός δένδρου που χρησίμευε για την παρασκευή τού αιγυπτιακού κύφι … Dictionary of Greek
νάρκαφθον — και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α) ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον τού Διοσκορίδη … Dictionary of Greek